Ελάχιστα γνωρίζουμε για την Νέμεσιν, αυτή την αρχαία θεότητα, που προσδιορίζεται άλλοτε ως Ιχναίη, άλλοτε ως Αδράστεια ή Ραμνουσία. Η ετυμολογία, η ρίζα του ονόματος «νέμω», δήλωνε αρχικά τη δίκαιη διανομή, τη μοιρασιά που γίνεται βάσει νόμιμης εξουσίας. Με τον καιρό απέκτησε τη σημασία της ανάληψης δικαστικής δράσης εκ μέρους της εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Ως λέξη η «Νέμεσις» έχει αντικειμενική αξία και όχι υποκειμενική. Αναφέρεται στον φορέα της εξουσίας που την ασκεί. Ήταν η Νύχτα, σύμφωνα με τη θεογονία του Ησίοδου και τον Παυσανία, που δίχως σύντροφο αρσενικό γέννησε την Νέμεσιν, για να κρατά σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Στα Διονυσιακά του Νόννου έχουμε μια διαφορετική άποψη, που θέλει την Νέμεσιν κόρη του Ωκεανού, ενώ ο Υγίνος την περιγράφει ως δημιούργημα του Ερέβους και της Νύχτας. Σύμβολα της θεάς είναι ο πήχυς και το χαλινάρι. Τα σύμβολα αυτά είναι ενδεικτικά της λειτουργίας της να προσμετρά τις ανθρώπινες σκέψεις, τα συναισθήματα και τις δράσεις και να θέτει ένα όριο στην αχαλίνωτη ασυδοσία του εγωϊσμού των ανθρώπων. Έτσι η έπαρση των θνητών έναντι των Κοσμικών Νόμων (ύβρις) και η κατάφωρη αδιαφορία για το Κοινό Καλό, σαρώνονται με τη δράση της Νεμέσεως και εδώ μοιάζει με Συμπαντική Ζυγαριά που απονέμει αέναα Δικαιοσύνη.