Γράφει ο Σαράντος Καργάκος.
Πηγή: Οικονομικός
Ημερομηνία: 19/05/1989
«ZΟΥΜΕ σ'ένα όνειρο που τρίζει»,λέει ένα σύγχρονο νεανικό τραγούδι. Κάπως έτσι νιώθω κι εγώ τον τελευταίο καιρό. «Καμιά κίνηση γύρω μου. μόνο ένα πουλί νεκρό πέφτει στο έδαφος», όπως λέει το τραγούδι των Cure. «Κιουρ» θα πει θεραπεία, αλλά προσωπικά δεν βλέπω θεραπεία στη μελαγχολία που με κατέχει.
Άκουσα τον πρωθυπουργό να μιλάει στο Περιστέρι για ΕΑΜ. Για πράγματα που δεν έζησε. Εγώ έζησα στο Περιστέρι και στο Μεταξουργείο το 1946, στην περίοδο της κυριαρχίας των Κατελαναίων και των Πανολιασκαίων. Σε ηλικία έξι ετών είδα τη μάνα μου να χαλάει τα ράφια του μαγαζιού μας για να φτιάξει νεκρόκασες για τα σκοτωμένα αδέλφια του πατέρα μου. Λίγες μέρες μετά ξεφύγαμε από το γερμανικό μπλόκο και βγήκαμε στα βουνά. Και τι δεν είδαν τα μάτια μου! Είδα τους Ιταλούς να λεηλατούν το καλύβι μας, τους Γερμανούς να παίρνουν το ψωμί μας και να με κυνηγούν να μου πάρουν το τελευταίο καρβέλι. Το «χάδι» της γερμανικής σφαίρας είναι ακόμη στ' αριστερό μου ποδάρι. Και μετά ο εμφύλιος. Είδα το μπάρμπα μου πρώτο νεκρό της Λακωνίας μετά τη Βάρκιζα. Είδα να βγάζουν το μάτι του θείου μου που ήταν παπάς, κι εγώ με την αφέλεια (ή τρομάρα) των 8 χρόνων μου να προσπαθώ να το ξαναβάλω στη θέση του. Είδα τους αντάρτες-που μερικοί ήταν συγγενείς μου-να μπαίνουν στην πόλη μου, ν' απελευθερώνουν τους κρατούμενους αλλά να σκοτώνουν το δεσμοφύλακα, έναν άγιο άνθρωπο. Είδα τις σφαίρες κάποτε να με κυνηγούν κι εγώ να παίζω μαζί τους κρυφτό στις βελανιδιές. Είδα, τρεις μέρες μετά τη Βάρκιζα, έναν μαινόμενο εθνικόφρονα (τέως Ελασίτη) να με πετάει στη θάλασσα κι έτσι αυτοσχεδίως να μαθαίνω κολύμπι.










